- νεοτερπής
- νεο-τερπής, ές,A new and charming, Opp.H. 3.352, etc.: neut. as Adv., with new delight, Id.C.2.584.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεοτερπής — νεοτερπής, ές (Α) 1. αυτός που παρέχει ή αυτός που προξενεί νέες τέρψεις 2. (το ουδ. ως επίρρ.) νεοτερπές με νέο και ασυνήθιστο τρόπο τέρψης, απόλαυσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. ευ τερπής] … Dictionary of Greek
νεοτερπέα — νεοτερπής new and charming neut nom/voc/acc pl (epic ionic) νεοτερπής new and charming masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτερπές — νεοτερπής new and charming masc/fem voc sg νεοτερπής new and charming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτερπῶς — νεοτερπής new and charming adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek